Τα Βασικά συστατικά της
Η ινδική κουζίνα «παντρεύει» τις ιδιαίτερες γεύσεις που προσδίδουν τα καρυκεύματα με απλά, καθημερινά προϊόντα, όπως το γάλα και το γιαούρτι. Φημίζεται για τα μπαχαρικά της. Πραγματικά, ακόμη και τα βραστά λαχανικά χουν γεύση από μπαχαρικά. Τα κυριότερα είναι ο κόλιανδρος, η δάφνη, το κύμινο και το κάρι. Από την Ινδία, επίσης, προέρχεται το πιπέρι, το σινάπι, η κανέλα και το μοσχοκάρυδο. Πιο συγκεκριμένα, η παραδοσιακή κουζίνα χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω συστατικά: ΚΑΡΙ: Καρύκευμα που μπορεί να περιέχει διάφορους συνδυασμούς με κόλιανδρο, πιπέρι Καγιέν, μαύρο πιπέρι, κανέλα, μουστάρδα, τζίντζερ, κουρκουμά, τσίλι, μοσχοκάρυδο, σκόρδο, γαρίφαλο και άλλα. Στην Ινδία και την Ινδονησία το κάρι ετοιμάζεται ειδικά για κάθε φαγητό, το οποίο διαφέρει από περιοχή σε περιοχή και ως προς τα υλικά και ως προς τις αναλογίες. Με το κάρι αρωματίζονται διάφορα φαγητά με κρέας, λαχανικά, ρύζι και αυγά. Στο εμπόριο κυκλοφορεί σε μορφή σκόνης.
ΚΟΥΡΚΟΥΜΑΣ (ΤΟΥΡΜΕΡΙΚ): Ινδικό βότανο, «συγγενές» του τζίντζερ, με τεράστια θεραπευτική αξία. 'Έχει χαρακτηριστικό άρωμα και πικρή, όξινη γεύση.
ΣΑΦΡΑΝ: Ακριβό μπαχαρικό, με ευχάριστη γεύση και χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, χρησιμοποιείται σε μικρές ποσότητες (σε μεγάλες δόσεις θεωρείται τοξικό). Το σαφράν (κρόκος ή ζαφορά) παράγετε κυρίως στην Ελλάδα και κυκλοφορεί με τη μορφή ινών ή σκόνης.
ΚΟΙΝΟ ΠΙΠΕΡΙ (ΑΣΠΡΟ-ΜΑΥΡΟ): Παρασκευάζεται από τους καρπούς του φυτού piper nigrum.'Έχει έντονο άρωμα και καυτερή γεύση και χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλες τις συνταγές.
ΣΠΟΡΟΙ ΜΑΡΑΘΟΥ: Προέρχεται από το φυτό φινόκιο. Χρησιμοποιείται σε σαλάτες, σούπες, φαγητά με κρέας και ψάρι.
ΚΑΡΔΑΜΟ: Μπαχαρικό γνωστό και ως νεροκάρδαμο. Στο εμπόριο κυκλοφορεί σε μορφή σπόρων (που αλέθονται για το μαγείρεμα) ή σε σκόνη, η οποία όμως χάνει γρήγορα το άρωμά της. Ολόκληρο το φυτό χρησιμοποιείται σε σαλάτες.
ΣΠΟΡΟΙ ΣΙΝΑΠΙΟΥ (ΜΟΥΣΤΑΡΔΑΣ): Μπαχαρικό το οποίο προέρχεται από το φυτό sinapis alda (το άσπρο), sinapis nigra (το μαύρο) και sinapis arvensis (το άγριο). Στη μαγειρική χρησιμοποιείται το άσπρο (από το οποίο παρασκευάζεται και η μουστάρδα) και το άγριο, ενώ στη φαρμακοποιία το μαύρο.
ΚΥΜΙΝΟ: Μπαχαρικό το οποίο έχει πολύ χαρακτηριστικό άρωμα, δυνατό και βαρύ, με πολύ έντονη γεύση. Αποτελεί σημαντικό συστατικό σε πολλά καρυκεύματα, όπως στο τσίλι, το κάρι και διάφορες σάλτσες.
ΤΖΙΝΤΖΕΡ (ΠΙΠΕΡΟΡΙΖΑ): Μπαχαρικό το οποίο διατηρείται φρέσκο για 2 ή 3 εβδομάδες. Αφού ξεραθεί και περάσει από επεξεργασία, θα το βρείτε στο εμπόριο σε μορφή σκόνης και σιροπιού.
ΚΟΛΙΑΝΔΡΟΣ: Μπαχαρικό γνωστό ως Κοριός ή Κουτβαράς. Δεν έχει ωραία μυρωδιά παρά μόνο όταν αποξηρανθεί. Χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως συνοδευτικό σε κρέας και μανιτάρια. Επίσης, χρησιμοποιείται στην αρτοποιία, τη ζαχαροπλαστική και την οινοποιία (κατάλληλο για την παρασκευή λικέρ), αλλά και ως αρωματικό στην μπίρα.
ΜΕΛΙ: Η γλυκιά ρευστά θρεπτική ουσία που παράγουν οι μέλισσες είναι μια τροφή πλούσια σε ιχνοστοιχεία και μέταλλα. Έχει πολλές εφαρμογές, τόσο στη ζαχαροπλαστική, όπου χρησιμοποιείται ως γλυκαντική ύλη σε πολλά γλυκίσματα, όσο και στη μαγειρική, όπου προστίθεται σε διάφορα αλμυρά πιάτα.
ΔΑΦΝΗ: Συναντάται με τα ονόματα Βάγια ή Λάσυρος ο ευγενής. 'Εχει μεγάλα σκουροπράσινα φύλλα και ιδιαίτερο άρωμα, που γίνεται ακόμα πιο έντονο όταν ξεραθεί.
ΙΝΔΙΚΗ ΚΑΡΥΔΑ: Χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως: Οι Ινδοί πίνουν το γάλα της ως ρόφημα και χρησιμοποιούν τη λευκή εσωτερική σάρκα της ως γλυκό ή ως συστατικό για την παρασκευή διάφορων σαλτσών.
ΑΜΥΓΔΑΛΑ: Ξηρός καρπός που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική.
___________________________________________________________________________________
Ταξιδεύοντας με το Voltagr και συνταγές από το VoltaKoyzina